- συναποσεμνύνω
- Αεκθειάζω μαζί με άλλον («τὸ δὲ πλῆθος ἐπευφημεῑ καὶ συναποσεμνύνει τὴν δόξαν τοῡ τετελευτηκότος», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποσεμνύνω «εξυμνώ, εγκωμιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναποσεμνύνει — συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω exalt aor subj act 3rd sg (epic) συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω exalt pres ind mp 2nd sg συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω exalt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)